ὁπότερον

ὁπότερον
ὁπότερος
which of two
masc acc sg
ὁπότερος
which of two
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χὠπότερον — ὁπότερον , ὁπότερος which of two masc acc sg ὁπότερον , ὁπότερος which of two neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • POENA — et Beneficium, pro Diis habitos apud quosdam Aethiopiae populos legimus: Sunt qui non ab Aethioplbus, sed ab Assyriis et Persis hos cultos fuisse asserunt; illam quod malorum, hunc quod bonorum largitorem esse opinantur, Alex. ab Alex. l. 18. c.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • νυν δη — νῡν δή (Α) (ισχυρότερος τ. τού νῡν) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή («καὶ νῡν δή τούτων ὁπότερον βούλει ποίει», Πλάτ.) 2. προ ολίγου 3. στο άμεσο μέλλον, τώρα αμέσως 4. φρ. «νῡν δὴ μὲν... νῡν δέ» άλλοτε μεν... άλλοτε δε …   Dictionary of Greek

  • οπότερος — ὁπότερος, επικ. τ. ὁππότερος, ιων. τ. ὁκότερος, έρα, ον (Α) (αντων.) 1. (ως αναφ.) ποιος από τους δύο 2. (με το ἂν ή το κεν και με υποτ. σχετικά με αόρ. γενικότητα) όποιος από τους δύο και αν, οποιοσδήποτε 3. (ως αόρ.) ο ένας από τους δύο, όποιος …   Dictionary of Greek

  • χειροτονώ — χειροτονῶ, έω, ΝΜΑ εκκλ. διενεργώ χειροτονία νεοελλ. μτφ. δέρνω, ξυλοκοπώ («τόν χειροτόνησε για τα καλά») μσν. αρχ. αναδεικνύω, αναγορεύω (α. «Γάλλον Καίσαρα χειροτονήσας», Φιλόστρ. β. «πᾱς ἄρχων ὑπὸ Θεοῡ κεχειροτόνηται», Ισίδ. Πηλ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”